- σπουδαστέος
- σπουδασ-τέος, α, ον,A to be sought for zealously, X.Lac.7.3.II σπουδαστέον, one must bestir oneself, be earnest or anxious,
περί τινος E.IA902
(troch.);ἐπί τινι Pl.R.608a
;ὑπέρ τινος Isoc.6.91
;ὅπως . . Arist.EN1c98
b5: so pl.,-αστέα περί τι Hierocl. p.62
A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.